γενεά

γενεά
γενεά (-εά, -εᾶς, -εᾷ, -εᾷ, -εάν; -εαῖς)
a clan, race, people

Ζεφυρίων Λοκρῶν γενεὰν ἀλέγων O. 11.15

κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἀλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ P. 7.3

νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ Hyperboreans P. 10.42 παλαίφατος γενεά Bassidai N. 6.31 κλειτᾷ γενεᾷ Bassidai N. 6.61 ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν i. e. of Amphitryon, by begetting Herakles N. 10.14 τόνδε πορὼν γενεᾷ θαυμαστὸν ὕμνον i. e. to the Kleonymidai I. 4.21

μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν γενεὰν Κλεονίκου ἐκμαθών I. 5.55

ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων for the people, his fellow citizens. I. 7.29 ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά (Hermann: γέννα codd.) fr. 190. therefore, in general, lineage, stock: “κούρας δ' ὁπόθεν (sc. ἐστί) γενεὰν ἐξερωτᾷς, ὦ ἄνα;” P. 9.43
b offspring
I collectively, children

οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51

μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς O. 9.61

πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15

γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.57

Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ἕπερ I. 6.3

τὰν δὲ λαῶν γενεὰν δαρὸν ἐρέπτοι Pae. 1.9

b particularly, son αὐτὸς Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά Pelias P. 4.136 τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (Tricl.: γενεάν codex: i. e. Nikokles' cousin, Kleandros) I. 8.65
c generation τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ Θήραιον Battos was the seventeenth generation descended from Euphamos P. 4.10

ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38

d age cf. Od. 19. 184.

ἐδόκησέν τε τῶν πάλαι γενεᾷ ὁπλοτέροισιν ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.40


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γενεά — γενεά̱ , γενεά race fem nom/voc/acc dual γενεά̱ , γενεά race fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεᾷ — γενεά race fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεά — και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα) 1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. είδος, ράτσα (ζώων) 4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο 5. συγγένεια 6. χρονική περίοδος που… …   Dictionary of Greek

  • γενεά — η βλ. γενιά, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γένεα — γένος race neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιμιλία γενεά — (Aemilia gens). Μεγάλος κλάδος πατρικίων της Ρώμης. Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτος γενάρχης της ήταν ο Μάμερκος, γιος του Πυθαγόρα …   Dictionary of Greek

  • γενεαλογῇ — γενεᾱλογῇ , γενεαλογέω trace a pedigree pres subj mp 2nd sg γενεᾱλογῇ , γενεαλογέω trace a pedigree pres ind mp 2nd sg γενεᾱλογῇ , γενεαλογέω trace a pedigree pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογήσει — γενεᾱλογήσει , γενεαλογέω trace a pedigree aor subj act 3rd sg (epic) γενεᾱλογήσει , γενεαλογέω trace a pedigree fut ind mid 2nd sg γενεᾱλογήσει , γενεαλογέω trace a pedigree fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογεῖ — γενεᾱλογεῖ , γενεαλογέω trace a pedigree pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) γενεᾱλογεῖ , γενεαλογέω trace a pedigree pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογηθέντα — γενεᾱλογηθέντα , γενεαλογέω trace a pedigree aor part pass neut nom/voc/acc pl γενεᾱλογηθέντα , γενεαλογέω trace a pedigree aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογησάντων — γενεᾱλογησάντων , γενεαλογέω trace a pedigree aor part act masc/neut gen pl γενεᾱλογησάντων , γενεαλογέω trace a pedigree aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”